- εὐσεβοῦντες
- εὐσεβέωlivepres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευορκώ — εὐορκῶ, έω (Α [εύορκος] 1. ορκίζομαι σύμφωνα με την αλήθεια, δίνω αληθινό, ειλικρινή όρκο 2. τηρώ τον όρκο μου («ὑμεῑς δέ κατὰ τὸν νόμον εὐσεβοῡντες καὶ εὐορκοῡντες κρινεῑτε», Ξεν.) … Dictionary of Greek
ευσεβώ — (ΑΜ εὐσεβῶ, έω) [ευσεβής] είμαι ευσεβής, ζω και συμπεριφέρομαι με ευσέβεια (α. «εὐσεβῶ εἰς τὸ θεῑον» β. «εὐσεβῶ κατὰ τὴν διδασκαλίαν τοῡ Ἰησοῡ») μσν. αρχ. ακολουθώ την ορθή πίστη, είμαι ορθόδοξος («ὑμεῑς μὲν εὐσεβοῡντες χριστιανοί ἐστε ἐκεῑνοι δὲ … Dictionary of Greek